- μαγνητοσκόπηση
- ηκαταγραφή δεδομένων ήχου και εικόνας σε μαγνητοταινία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαγνητοσκόπηση — η [μαγνητοσκοπώ] η εγγραφή εικόνων τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία με τη χρησιμοποίηση μαγνητοσκοπίου, βίντεο … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek